- κωμωδός
- ο (Α κωμῳδός)ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῑν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», Πλάτ.)νεοελλ.1. αυτός που προκαλεί το γέλιο με διάφορα μέσα2. αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματααρχ.1. αυτός που τραγουδούσε σε κώμο, σε γλέντι ή σε κωμικό χορό («αὐτοί... κώμας τὰς περιοικίδας καλεῑν φασιν, Ἀθηναίους δὲ δήμους, ὡς κωμῳδοὺς οὐκ ἀπὸ τοῡ κωμόζειν λεχθέντας ἀλλὰ τῇ κατὰ κώμας πλάνη ἀτιμαζομένους ἐκ τοῡ ἄστεως», Αριστοτ.)2. πιθ. αοιδός κωμικών και λυρικών ασμάτων3. κωμωδιογράφος («τὴν τῶν κωμῳδῶν προθυμίαν τοῡ γελοῑα εἰς τοὺς ἀνθρώπους λέγειν», Πλάτ.)3. ο Αριστοφάνης4. αυτός που διασύρει, που εμπαίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ-ωδός, ψαλμ-ωδός].
Dictionary of Greek. 2013.